ομοιοκαταληκτώδης

ομοιοκαταληκτώδης
ὁμοιοκαταληκτώδης, -ῶδες (Α) [ομοιοκατάληκτος]
(για το ύφος τού Γοργίου και τού Ισοκράτους) αυτός που αρέσκεται να χρησιμοποιεί ομοιοκατάληκτες φράσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὁμοιοκαταληκτῶδες — ὁμοιοκαταληκτώδης given to the use of phrases with similar endings masc/fem voc sg ὁμοιοκαταληκτώδης given to the use of phrases with similar endings neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”